ἱππήλατος

ἱππήλατος
ἱππήλᾰτ-ος, ον,
A fit for horsemanship or driving,

νῆσος Od.4.607

;

γαῖα 13.242

; ὁδὸς ἱ. chariot-road, Luc.Rh.Pr.3, Poll.9.37;

ἱ. οἶδμα Nonn.D.20.157

;

θάλασσα Agath.4.29

, cf. 5.11; ἱ. ἔργον Ἀθήνης, i.e. the Trojan horse, Tryph.2;

τὸ δι' ἡδονῆς καθάπερ ἱ. τι χωρίον Porph.Marc.6

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἱππήλατος — fit for horsemanship masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιππήλατος — η, ο (Α ἱππήλατος, ον) νεοελλ. αυτός που σύρεται από άλογα («ιππήλατα λεωφορεία») αρχ. 1. αυτός που διατρέχεται από άλογα, κατάλληλος για ιππασία ή αρματοδρομία («ἱππήλατος ὁδός» αμαξιτός δρόμος, Λουκιαν.) 2. εύκολος, ευχερής 3. εύκολα προσιτός… …   Dictionary of Greek

  • ιππήλατος — η, ο που σύρεται από ίππους, που τον τραβούν άλογα: Τα λεωφορεία ήταν ιππήλατα παλιότερα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἱππήλατον — ἱππήλατος fit for horsemanship masc/fem acc sg ἱππήλατος fit for horsemanship neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππηλάτοις — ἱππήλατος fit for horsemanship masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππηλάτου — ἱππήλατος fit for horsemanship masc/fem/neut gen sg ἱππηλάτης driver of horses masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππηλάτους — ἱππήλατος fit for horsemanship masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππηλάτων — ἱππήλατος fit for horsemanship masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππηλάτῳ — ἱππήλατος fit for horsemanship masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππήλατα — ἱππήλατος fit for horsemanship neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππήλατοι — ἱππήλατος fit for horsemanship masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”